- διοργανωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοργάνωση ή στον διοργανωτή2. αυτός που έχει ικανότητα στη διοργάνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Περικλή Βέγια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοργανωτικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ικανότητα για σωστή διοργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)